αναχωμάτωση

αναχωμάτωση
[-ις (-εως)] η засыпание землёй

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αναχωμάτωση" в других словарях:

  • αναχωματισμός — αναχωματισμός, ο και αναχωμάτωση, η η επιχωμάτωση: Ο πρόεδρος της κοινότητας ζήτησε από τους χωριανούς την αναχωμάτωση όλων των λάκκων στους οποίους μαζεύονται νερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»